επικασσιτέρωση — η η επικάλυψη μεταλλικών σκευών (και ιδίως χάλκινων) με κασσίτερο, με καλάι, για προφύλαξη από το σκούριασμα ή και για διακοσμητικό σκοπό, το γάνωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λευκοσίδηρος — Λεπτό έλασμα μαλακού χάλυβα καλυμμένο με στρώση κασσίτερου. Είναι γνωστό με την κοινή ονομασία τενεκές. Χρησιμοποιείται για την κατασκευή δοχείων καθημερινής χρήσης και για πολλές άλλες εργασίες. Από τον 15o αι. χρησιμοποιήθηκε στη Γαλλία για τις … Dictionary of Greek
επικασσιτερώνω — εκτελώ επικασσιτέρωση*, ειδ. σε μαγειρικά σκεύη, γανώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κασσιτερώνω (< κασσίτερος). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Κ. Δαμβέργη] … Dictionary of Greek
καλάισμα — το [καλαΐζω] η επάλειψη τών χαλκωμάτων με κασσίτερο, κασσιτέρωση, επικασσιτέρωση, γάνωμα … Dictionary of Greek
γάνωμα — το η επικάλυψη της επιφάνειας διάφορων μετάλλων με κασσίτερο με ηλεκτρολυτική μέθοδο, η επικασσιτέρωση: Η κατσαρόλα ήθελε γάνωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)